- γραμματεία
- Στη γενική της έννοια γ. ενός έθνους είναι το σύνολο των γραπτών μνημείων, ακόμα και εκείνα που αναφέρονται στον ιδιωτικό βίο. Στη στενότερη έννοια, γ. είναι οι ανώτερες εκδηλώσεις της πνευματικής ζωής του έθνους, τόσο στις επιστήμες όσο και στη λογοτεχνία. Η λέξη είναι δημιούργημα των Εβδομήκοντα και πρωτοαναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη.Τον πληρέστερο ορισμό της γ. τον διατύπωσε ο φιλόλογος Σ.Κ. Σακελλαρόπουλος στον πρόλογο του βιβλίου του Στοιχεία ελληνικής γραμματολογίας (Αθήνα 1886): «Ονομάζομεν γραμματείαν, γενικότερον μεν το σύνολον των ελληνιστί γεγραμμένων γλωσσικών μνημείων, ειδικότερον δε το σύνολον των εντέχνων ελληνικών ποιημάτων και συγγραμμάτων, εκείνων δηλαδή, άτινα και διά το περιεχόμενον αυτών (την ύλην ή την ουσίαν) και διά την εξωτερικήν αυτών μορφή (το είδος) είναι άξια λόγου και τρόπον τινά χρησιμεύουν εις το να γνωρίσωσιν εις ημάς το καθολικόν πνεύμα του παραγαγόντος αυτά ελληνικού έθνους. Εν τη ειδικωτέρα ταύτη σημασία oνομάζουσι πολλοί την γραμματείαν και λογοτεχνίαν».
* * *η (AM γραμματεία) [γραμματεύω]το αξίωμα τού γραμματέανεοελλ.1. το γραφείο τού γραμματέα2. η υπηρεσία την οποία διευθύνει ο γραμματέας3. ο χρόνος τής θητείας τού γραμματέα4. (επί Όθωνος) υπουργείο5. το σύνολο τών γραπτών μνημείων ενός λαού ή μιας περιόδουαρχ.μάθηση, παιδεία.
Dictionary of Greek. 2013.